- σκιλλομαχία
- σκιλλομᾰχία, ἡ,A a fight with σκίλλαι, name of a contest of ἔφηβοι, Inscr.Prien.112.91,95 (i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιλλομαχία — ἡ, Α ονομασία αγώνισματος εφήβων κατά το οποίο μάχονταν με σκίλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίλλα «είδος φυτού» + μαχία (< μάχος < μάχομαι)] … Dictionary of Greek